- κυάνιο
- το(χημ.), άχρωμο αέριο πολύ δηλητηριώδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κυάνιο — το χημ. ονομασία τής μονοσθενούς ρίζας G≡N η οποία απαντά τόσο στον τομέα τής ανόργανης όσο και στον τομέα τής ενόργανης χημείας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cyano (< κύανος). Η λ., στον λόγιο τ. κυάνιον, μαρτυρείται από το 1880 στον… … Dictionary of Greek
Γκέι-Λουσάκ, Ζοζέφ Λουί — (Joseph Louis Gay Lussac, Σεν Λεονάρ 1778 – Παρίσι 1850). Γάλλος χημικός και φυσικός. Σπούδασε στην πολυτεχνική σχολή του Παρισιού, όπου το 1809 έγινε καθηγητής της χημείας· συγχρόνως ανέλαβε την έδρα της φυσικής στη Σορβόνη. Οι εργασίες του Γ. Λ … Dictionary of Greek
κυανίου, ενώσεις — Ενώσεις, στο μόριο των οποίων υπάρχει η χαρακτηριστική ομάδα CN, όπως για παράδειγμα το υδροκυανικό ή πρωσικό οξύ (HCN) και το κυανιούχο κάλιο (KCN). Πρόκειται για αέριο ερεθιστικής οσμής, πολύ δηλητηριώδες, που καίγεται με ρόδινη φλόγα και… … Dictionary of Greek
κυανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυάνιο 2. φρ. χημ. α) «κυανικό οξύ», χημική ένωση ισομερής προς το ισοκυανικό οξύ και το βροντώδες ή κροτικό οξύ β) «κυανικά άλατα» τα άλατα τού κυανικού οξέος («κυανικό κάλιο») γ) «κυανικοί εστέρες» οι… … Dictionary of Greek
κυανιούχος — ο, θηλ. και α χημ. 1. αυτός που περιέχει κυάνιο 2. φρ. «κυανιούχες ενώσεις» ενώσεις που περιέχουν στη σύνθεσή τους τη μονοσθενή ρίζα τού κυανίου και οι οποίες είναι γνωστές και ως κυανίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cyanure < cyan(o) … Dictionary of Greek
μελανίτης — Ορυκτό πυριτικό άλας σιδήρου και ασβεστίου, με κυάνιο και αργίλιο. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα. Ανήκει στην ομάδα των ασβεστοσιδηρούχων μαύρων γρανιτών. * * * ο (ορυκτ.) ασβεστοσιδηρούχος γρανάτης που περιέχει τιτάνιο και αποτελεί ποικιλία… … Dictionary of Greek
οίμος — οἶμος, ὁ και ἡ και οἷμος, ὁ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός («τὸν αὐτὸν οἶμον... πορευόμενοι», Πλάτ.) 2. λωρίδα, γραμμή («δέκα οἴμοι ἔσαν μέλανος κυάνιο, δώδεκα δὲ χρυσοῑο καὶ εἴκοσι κασσιτέροιο», Ομ. Ιλ.) 3. μέρος χώρας, λωρίδα γης, χώρα 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
σιδηροκυανικός — ή, ό, Ν (για χημ. ένωση) αυτός που περιέχει σίδηρο και κυάνιο, σιδηροκυανιούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηροκυάνιο. Η λ. είναι νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ferrocyanic (acid) και μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
υδροκυανικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υδροκυάνιο 2. φρ. «υδροκυανικό οξύ» χημ. περιληπτική ονομασία τών υδατικών διαλυμάτων τού υδροκυανίου, που είναι γνωστά επίσης με την παλαιότερη ονομασία πρωσικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek